αγγαρεία

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγγαρεία) (Ν και αγγάρεια και αγγαρειά) ἀγγαρεύω
υπηρεσία, εργασία που γίνεται αναγκαστικά και χωρίς αμοιβή
νεοελλ.
1. κάθε κοπιαστική δουλειά ή δυσάρεστη υποχρέωση
2. τα άτομα που εκτελούν αγγαρεία
3. (ως επίρρ.) αγγαρευτικά, καταναγκαστικά
μσν.
φορολογία
αρχ.
άγγελμα, είδηση.