αγιολόγος

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

ο, η
ο ειδικός επιστήμονας που εξετάζει τα σχετικά με τους αγίους της Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + λόγος < λέγω (= μαζεύω)].