αγλαόκοιτος

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

ἀγλαόκοιτος, -ον (Μ)
κατά το λεξικό Σούδα, «ὁ πάνυ τίμιος», ο υπερβολικά τίμιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κοῖτος.