αγρίεμα

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το αγριεύω
1. άγρια έκφραση του προσώπου, βλοσυρότητα
2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια της μανίας
3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός
4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως στο σκοτάδι, στην ερημιά κ.α.
5. (για καιρικές συνθήκες) χειροτέρευση, επιδείνωση.