αγριωπός

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγριωπός, -όν)
αυτός που φαίνεται άγριος στην όψη, ο κάπως άγριος, βλοσυρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + ὤψ].