Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγρυπνία

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) ἄγρυπνος
το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα
μσν.- νεοελλ.
ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών
αρχ.
το χρονικό διάστημα της φρούρησης, της σκοπιάς
2. (για την ποίηση) δημιούργημα άγρυπνης νύχτας.