αγρυπνία
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) ἄγρυπνος
το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα
μσν.- νεοελλ.
ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών
αρχ.
το χρονικό διάστημα της φρούρησης, της σκοπιάς
2. (για την ποίηση) δημιούργημα άγρυπνης νύχτας.