αγύμναστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγύμναστος, -ον)
1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος
2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής
νεοελλ.
(Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του εκπαίδευση
αρχ.
αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ο ανενόχλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γυμνάζω.
ΠΑΡ. ἀγυμνασία.