μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(Α ἀλλοφρονῶ, -έω) ἀλλόφρων
κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ
αρχ.
1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι
2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος
3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου.