αλωνιστικός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
-ή, -ό αλωνιστής
1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα
2. ο κατάλληλος για αλώνισμα
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά
το αλωνιάτικο.