αμάρτημα

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το (Α ἁμάρτημα) ἁμαρτάνω
παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας και τών διατάξεων της Εκκλησίας
μσν.
1. παρανομία, αδίκημα
2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να...
αρχ.
1. σφάλμα, αποτυχία
2. φταίξιμο, πλάνη, παράπτωμα
3. φρ. «ἁμάρτημα περὶ τὸ σῶμα», σωματικό ελάττωμα.