οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(Α ἀμαυρῶ -όω)
αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές
2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω
3. καταστρέφω, εξαφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επιθ. ἀμαυρός.
ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση, αμαυρωτικός].