Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμμοδοχείο

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

το
δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη
2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμμος + δοχείο(ν), απαντά δε για πρώτη φορά στο ελληνογαλλικό λεξικό του φιλολόγου Νικολάου Κοντόπουλου].