αναβαστάζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
(Α ἀναβαστάζω) βαστάζω
ανυψώνω κάτι και το κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαστάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ.