αναγκαστικός

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναγκαστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος
2. καταπιεστικός, φορτικός
3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. -ῶς)
με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από το ρ. ἀναγκάζω.