αναγκεμένος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

-η, -ο αναγκεύω
1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός
2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος
3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.