αναγκεύω

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται
2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ
3. ενοχλώ, βασανίζω
4. χτυπώ κάποιον δυνατά
ΙΙ. μέσ.
1. αναγκάζομαι, πιέζομαι
2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ
3. προσβάλλομαι από σοβαρή ασθένεια
4. δαιμονίζομαι, παραφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη.
ΠΑΡ. αναγκεμένος].