αναγκεύω
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
Ι. ενεργ.
1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται
2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ
3. ενοχλώ, βασανίζω
4. χτυπώ κάποιον δυνατά
ΙΙ. μέσ.
1. αναγκάζομαι, πιέζομαι
2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ
3. προσβάλλομαι από σοβαρή ασθένεια
4. δαιμονίζομαι, παραφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη.
ΠΑΡ. αναγκεμένος].