αναγκεμένος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αναγκεύω
1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός
2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος
3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.