αναδιφώ

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναδιφῶ)
νεοελλ.
1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα
2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως
αρχ.
αναζητώ ψηλαφίζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση].