ανακάλεμα
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
και -κάλεσμα ή -κάλημα, το
1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά
2. αναγγελία, διακήρυξη
3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι
4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας
5. ανάμνηση, αναπόληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ. ανακάλεσμα, ανακάλημα απαντούν προγέστερα και ως ανακάλεσμαν, ανα-κάλημαν < ἀνακαλῶ. Πρβλ. μσν. ἀνάκλημα «θρήνος»].