ανακαθίζω

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

ἀνακαθίζω)
Ι. (μτβ.)
1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω
3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τον χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει το περιεχόμενο του και να χωρέσει έτσι περισσότερη ποσότητα
ΙΙ. (αμτβ.)
1. ανασηκώνομαι, ενώ είμαι ξαπλωμένος, ώστε να έχω τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. σηκώνομαι από τη θέση μου και κάθομαι αλλού, αλλάζω θέση
3. (για παιδιά και φυτά) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καθίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακάθιση, ανακάθισμα, ανακαθιστός].