ανακατωσούρα

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

η ανακάτωση
1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία
2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων
3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς.