αναμασώ

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναμασῶμαι)
ξαναμασώ, μηρυκάζω
νεοελλ.
1. μασώ καλά την τροφή
2. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια λόγια, περιττολογώ
3. μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μασῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναμάσημα, αναμάσηση, αναμασητής].