αναριεύω

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

ανάριος
1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω
2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω
3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω
4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον
5. μετατοπίζομαι για να γίνει αραίωση, κάνω τόπο.