ανθρωποποίηση
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
η
1. η προσωποποίηση
2. ο εξανθρωπισμός, το να καθιστά κάποιος κάτι ή κάποιον πιο ανθρώπινο, πιο εξευγενισμένο
3. η εξελικτική διεργασία με την οποία οι πρόγονοι του ανθρώπου απέκτησαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα λοιπά πρωτεύοντα (όρθια στάση, ανάπτυξη εγκεφάλου κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ποίηση < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Χαντσερή].