ανομολογώ
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
(AM ἀνομολογῶ, -έω)
συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι
μσν.
(για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό
αρχ.
(μεσ)
1. αποσπώ ομολογία από κάποιον
2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί
3. πληρώνω με επιταγή
4. (ο πρκ. με παθ. σημ.) ανωμολόγημαι
μου παρέχεται ομόφωνη συγκατάθεση, όλοι ομολογούν για μένα ότι
αρχ.
η μτχ. ανομολογούμενος, -η, -ον
1. ασύμφωνος ή αντιφατικός
2. αυτός που δεν γίνεται ομόφωνα παραδεκτός.