ανταποδεικνύω

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

(Α ἀνταποδεικνύω κ. -δείκνυμι)
αποδεικνύω το αντίθετο απ’ αυτό που απέδειξε κάποιος άλλος
αρχ.
1. αποδεικνύω κι εγώ με τη σειρά μου
2. αναδεικνύω κάποιον σ’ ένα αξίωμα αντί για κάποιον άλλο.