αντιδάνειος

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῖ
2. το ουδ. ως ουσ. το αντιδάνειο
γλωσσ. λέξη ή στοιχείο γλώσσας που, αφού εισαχθεί σε άλλη γλώσσα ως δάνειο, επιστρέφει στην πρώτη.