αντιπαράθεση
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
η (AM ἀντιπαράθεσις)
αντιπαραβολή, σύγκριση
νεοελλ.
τοποθέτηση εναντίον κάποιου, εχθρική στάση
μσν.
αντιστοιχία.