παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
-ια, -ιο (AM ἀνόσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ιον)ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιοςαρχ.1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής.