απέναντι

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπέναντι) επίρρ.
έναντι, αντίκρυ
νεοελλ.
1. ενώπιον, κατά πρόσωπον
2. σε σχέση με («απέναντί μου έδειξε καλοσύνη»)
3. για μερική απόσβεση («έδωσε απέναντι δέκα χιλιάδες»).