αποδεκατίζω

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποδεκατίζω)
νεοελλ.
επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων
αρχ.
παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, -η -ον < δέκα.