δεκατίζω
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή της παραγωγής μου
2. αποδεκατίζω
3. δεκατιάζω
4. μετρώ ανά δέκα
5. μετρώ, καταμετρώ
6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» — μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].