ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
(AM ἀποδεκατίζω)νεοελλ.επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώωναρχ.παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, -η -ον < δέκα.