αποτέλεσμα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀποτέλεσμα) αποτελώ
1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης
2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα
αρχ.
1. αποτελείωση, συμπλήρωση
2. γεγονός, συμβάν
3. συμπέρασμα, πόρισμα
4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη.