αποτελμάτωση
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
η
1. στασιμότητα, έλλειψη εξέλιξης
2. πνευματική αδράνεια, απονάρκωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτελματώνω, -τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις ως απόδοση του γαλλ. stagnation].