αποτελμάτωση

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

η
1. στασιμότητα, έλλειψη εξέλιξης
2. πνευματική αδράνεια, απονάρκωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτελματώνω, -τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις ως απόδοση του γαλλ. stagnation].