αποτρέπω

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

(AM ἀποτρέπω)
1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω
2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ
αρχ.
Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω
2. αποκρούω, απωθώ
3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου
II. (-ομαι)
1. αποφεύγω κάτι
2. δεν δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου
3. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.