αποφθείρω

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποφθείρω)
καταστρέφω εντελώς
αρχ.
1. χάνομαι, καταστρέφομαι
2. (για εγκύους) αποβάλλω
3. ξεκουμπίζομαι.