απόδημος

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος
2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].