αραίος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) αρά
1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν
2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες
3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος.