αρτέμων
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek Monolingual
ο (Α ἀρτέμων)
ο φλόκος
αρχ.
1. μικρό ιστίο του μικρού καταρτιού της πλώρης
2. η τρίτη τροχαλία στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. αρτέομαι «ετοιμάζομαι», αλλά πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση ότι προήλθε από το ρ. αρτώ «κρεμώ», πράγμα που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με επίθημα -μων / -μονος, που συνιστούν κυρίως ονόματα οργάνων. Ο λατινικός όρος artemo(n), -onis, με την ίδια σημασία, είναι δάνειο από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. artimon «κατάρτι στην πρύμνη του πλοίου»].