ασκοδάβλα

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

η (Μ ἀσκοδάβλα)
1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο
2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»].