ατίζω
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek Monolingual
ἀτίζω (Α)
1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ
2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε -ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω. Το ατίζω απαντά κυρίως στη μτχ. ενεστ. (Ιλιάδα, Αισχύλος, Ευριπίδης), στην οριστική ενεστώτος (Ευριπίδης), στο απρμφ. (Σοφοκλής) και στον μέλλοντα (Αισχύλος) με τη σημασία του «περιφρονώ», όταν όμως συντάσσεται με γενική σημαίνει «στερώ»].