αυλωδός

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

αὐλῳδός, ο (Α)
αυτός που τραγουδά με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ῳδός < ᾴδω (< αείδω) (πρβλ. μελῳδός, τραγῳδός, υμνῳδός κ.ά.)].