αχτύπητος
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
Greek Monolingual
και ακτύπητος, -η, -ο
1. αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν μπορεί να χτυπηθεί
2. αυτός που δεν τον ξυλοκόπησαν, ο άδαρτος
3. αυτός που δεν χτυπήθηκε με όπλο, ο ατραυμάτιστος
4. αυτός που δύσκολα μπορεί να πληγωθεί ή να φονευθεί
5. (για το γάλα) αυτό που δεν αναταράχθηκε ώστε να αποβουτυρωθεί
6. (για αβγά) αυτό που δεν χτυπήθηκε με ζάχαρη
7. (για συγγράμματα) αυτός που δεν τυπώθηκε
8. (για πρόσωπα) αυτός που δεν προσβλήθηκε από κάποια ασθένεια (κυρίως ψυχική)
9. νεοελλ. θαυμάσιος, ασύγκριτος, υπέροχος («αχτύπητο αστείο, έργο, αυτοκίνητο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + κτυπώ].