αὐτοφαής
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
αὐτοφαές, = αὐτοφανής (self-appearing, personally appearing, self-revealing), Procl. Phil. Chald. p. 1 J. (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ές
plenamente visible ἡ αὐτοφαὴς τοῦ πυρὸς ἀποπλήρωσις Procl.Phil.Chald.1.
Greek Monolingual
και αυτοφανής αὐτοφαής, -ές και αὐτοφανής, -ές (Α)
αφ' εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο- + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].