βαναυσουργός

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσουργός Medium diacritics: βαναυσουργός Low diacritics: βαναυσουργός Capitals: ΒΑΝΑΥΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: banausourgós Transliteration B: banausourgos Transliteration C: vanafsourgos Beta Code: banausourgo/s

English (LSJ)

ὁ, handicraftsman, Poll.7.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
artesano, obrero Iust.Phil.Apol.55.3, Poll.7.6.

German (Pape)

[Seite 431] ὁ, Handwerker, Poll. 7, 6.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργός: -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, Πολυδ. 7. 6.

Greek Monolingual

ο (Α βαναυσουργός)
νεοελλ.
αυτός που παράγει ακαλαίσθητα έργα (για συγγραφέα, ζωγράφο, γλύπτη κ.λπ.)
αρχ.
ο χειροτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος + -ουργός < έργον].