βαρβαριστί

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰριστί Medium diacritics: βαρβαριστί Low diacritics: βαρβαριστί Capitals: ΒΑΡΒΑΡΙΣΤΙ
Transliteration A: barbaristí Transliteration B: barbaristi Transliteration C: varvaristi Beta Code: barbaristi/

English (LSJ)

Adv.
A in barbarous fashion, Plu.2.336c.
II in barbarian language or in foreign language, κεκράξονται βαρβαριστὶ Ar.Fr.79; ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων App.Mith.50, cf. A.D.Adv.162.5.

Spanish (DGE)

(βαρβᾰριστί)
adv.
1 en lengua bárbara κεκράξονται Ar.Fr.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.Mith.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.Adu.162.5.
2 al estilo bárbaro ἐπορχουμένη Plu.2.336c.

German (Pape)

[Seite 432] auf barbarisch, in ausländischer Sprache, bes. persisch, Ar. frg. bei Phot.; Plut. u. a. Sp., wie App. Mithr. 50.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la façon des barbares.
Étymologie: βαρβαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

βαρβᾰριστί: adv. Arph., Plut. = βαρβαρικῶς.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰριστί: ἐπίρρ., κατὰ βαρβαρικὸν τρόπον, ἐπορχεῖσθαι Πλούτ. 2. 336C. II. μὲ βαρβαρικήν, ἤτοι ξένην γλῶσσαν, κεκράξονται β. (Περσιστί), Ἀριστοφ. Ἀπόσμ. 45· ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων Ἀππ. Μίθρ. 50.

Greek Monolingual

βαρβαριστί επίρρ. (Α) βαρβαρίζω
1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα
2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους.