βαρυμήνιος
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
βαρυμήνιον, Dor. βαρυμάνιος, = βαρύμηνις (heavy in wrath, exceeding wrathful), ἥρως Theoc. 15.138.
German (Pape)
[Seite 434] heftig zürnend, Theocr. 15, 138.
Russian (Dvoretsky)
βαρυμήνιος: дор. βαρυμάνιος 2 (μᾱ) Theocr. = βαρύμηνις.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠμήνιος: ον=τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 15, 138.
Greek Monotonic
βᾰρῠμήνιος: -ον, = το επόμ., σε Θεόκρ.
Translations
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso