βιαιοπραγία

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

η
κάθε επίθεση εναντίον προσώπου ή πράγματος με χρησιμοποίηση υλικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + -πραγία < πραγ-, πέπραγα, παρκμ. του πράττω (-σσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].