Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιβλιακός

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιακός Medium diacritics: βιβλιακός Low diacritics: βιβλιακός Capitals: ΒΙΒΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: bibliakós Transliteration B: bibliakos Transliteration C: vivliakos Beta Code: bibliako/s

English (LSJ)

βιβλιακή, βιβλιακόν,
A versed in books, Phld.Ir.p.90 W. (βυβλ-); ἐν ἱστορία βιβλιακώτατος Plu. Rom.12; pedantic, χαρακῖται Timo 12; ἕξις Plb.12.25h.3.
2 of a book, σελίδες AP7.594 (Jul.); in or of books, συντάξεις Chacrem. ap.Porph.Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 444] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
versé dans la connaissance des livres, savant.
Étymologie: βιβλίον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιβλιακός -ή -όν βιβλίον
1. van een boek, behorend bij een boek.
2. belezen, geleerd.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιᾰκός:
1 книжный (σελίδες Anth.);
2 начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, ἔμπειρος, Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βιβλιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία
2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων
3. ο σχολαστικός.